σύναξη — η 1. συγκέντρωση. 2. «Σύναξη της Θεοτόκου», γιορτή της Θεοτόκου τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνάξῃ — συνάξηι , σύναξις gathering fem dat sg (epic) συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces aor subj mid 2nd sg συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces aor subj act 3rd sg συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces fut ind mid 2nd sg συνάγω bring together aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… … Православная энциклопедия
συνάξηι — σύναξις gathering fem dat sg (epic) συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces aor subj mid 2nd sg συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces aor subj act 3rd sg συνά̱ξῃ , συνάγνυμι break to pieces fut ind mid 2nd sg συνάξῃ , συνάγω bring together aor subj mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
συνακτήριος — ία, ον, Μ 1. αυτός που καλεί σε σύναξη, σε συνάθροιση («τῶν τῆς ἐκκλησίας συνακτηρίων κωδώνων», Παχυμ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτήριον α) τόπος συγκέντρωσης β) τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος γ) σύναξη, σύνολο συγκεντρωμένων ανθρώπων δ)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αντισύναξις — ἀντισύναξις ( εως), η (Μ) σύναξη κληρικών σχισματικών ή αιρετικών … Dictionary of Greek
ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… … Dictionary of Greek
δημογεροντία — η 1. το αξίωμα τού δημογέροντα* 2. η σύναξη τών δημογερόντων 3. ο τόπος συνεδρίας τών δημογερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημογέρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδάμ. Κοραή] … Dictionary of Greek